- πάμφλεκτος
- πάμφλεκτος, -ον (Α)1. αυτός που φλέγει, που κατακαίει τα πάντα2. γεμάτος φλόγες («οὔτε παμφλέκτου πυρὸς ἀνειλόμην», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παν-* + -φλεκτος (< φλέγω), πρβλ. εύ-φλεκτος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παμφλέκτοισιν — πάμφλεκτος all blazing masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφλέκτου — πάμφλεκτος all blazing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφλέκτους — πάμφλεκτος all blazing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμφλέκτῳ — πάμφλεκτος all blazing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek